- σατυρίῳ
- σατύριονman orchisneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σατυριώ — άω, Α πάσχω από σατυρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάτυρος + επίθημα ιῶ, δηλωτικό ασθένειας (πρβλ. ἀρρωστ ιῶ)] … Dictionary of Greek
Σατυρίῳ — Σατύριος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σατυρίαση — (Ιατρ.). Έξαρση της γενετήσιας ορμής, στον άντρα. Διακρίνεται σε τοξική σ., που είναι παροδική και οφείλεται στη χρήση ορισμένων φαρμάκων (φώσφορου κανθαριδίνης, στρυχνίνης, υοχιμβίνης) και νευρική σ., η οποία εμφανίζεται στην αρχή ορισμένων… … Dictionary of Greek
σατυριακός — ή, όν, Α [σατυριῶ] 1. αυτός που προκαλεί σατυρίαση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σατυριακή ονομασία αντιδότου … Dictionary of Greek
σατυριασμός — ο, ΝΑ [σατυριῶ] η σατυρίαση … Dictionary of Greek